- καθορμίζω
- (Α καθορμίζω)1. οδηγώ πλοίο από το πέλαγος σε λιμάνι για αγκυροβολία, ελλιμενίζω, αγκυροβολώ, αράζω («καθώρμισαν πρός τι πολισμάτιον», Πολ.)2. μέσ. καθορμίζομαι(για πλοία και κυβερνήτες) έρχομαι στο λιμάνι για αγκυροβολία, προσορμίζομαι («ἐς τὴν Ἔφεσον καθορμισαμένου αὐτοῡ», Θουκ.)αρχ.μέσ.1. μτφ. οδηγώ τον εαυτό μου κάπου («ἐς τάσδε σαυτὸν πημονὰς καθώρμισας» — οδήγησες τον εαυτό σου σε τέτοιες δυστυχίες, Αισχύλ.).2. μτφ. εξαρτώμαι λογικώς («τὰ αἴτια τὰ νοητά, εἰς ἅ διὰ νοῡ καθορμίζεται ἡ επιστήμη», Σιμπλ.)3. μτφ. κρέμομαι, είμαι αναρτημένος («καθώρμισται ἡ κύστις ἐκ τῶν νεφρῶν», Αριστοτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ὁρμίζω (< ὅρμος)].
Dictionary of Greek. 2013.